- ὀβελιαία
- ὀβελιαίᾱ , ὀβελιαῖοςsagittalfem nom/voc/acc dualὀβελιαίᾱ , ὀβελιαῖοςsagittalfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀβελιαίαν — ὀβελιαίᾱν , ὀβελιαῖος sagittal fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οβελιαίος — α, ο (Α ὀβελιαῑος, αία, ον) 1. αυτός που έχει σχήμα οβελού και, γενικά, ράβδου, ραβδοειδής 2. φρ. «οβελιαία ραφή» η ραφή με την οποία συνδέονται τα δύο βρεγματικά οστά τού κρανίου νεοελλ. 1. ανατ. αυτός που έχει διεύθυνση από τα εμπρός προς τα… … Dictionary of Greek
εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… … Dictionary of Greek
σινάνθρωπος — Όνομα που έχει δοθεί σε ανθρώπινους τύπους που αποκαταστάθηκαν από απολιθώματα τα οποία ανευρέθηκαν στην Κίνα από το 1921 και χρονολογούνται από το κατώτερο πλειστόκαινο. Οι Ζντάσκυ και Άντερσον βρήκαν σ’ ένα σπήλαιο, πλούσιο σε ζωικά απολιθώματα … Dictionary of Greek